- ποκάμισο
- το, Νβλ. πουκάμισο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
υποκάμισο — το / ὑποκάμισον, ΝΜΑ, και πουκάμισο και ποκάμισο Ν, και ὑποκάμησον Μ ένδυμα από βαμβακερό, λινό, μεταξωτό ή μάλλινο ύφασμα που καλύπτει το επάνω τμήμα τού σώματος από τον λαιμό μέχρι τη μέση νεοελλ. 1. συνεκδ. ο εξωτερικός χιτώνας τού δέρματος… … Dictionary of Greek
πουκάμισο — και ποκάμισο, το, Ν βλ. υποκάμισο … Dictionary of Greek
πουκάμισο — το (από λ. λατ.), και ποκάμισο, το είδος ενδύματος που καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος και έχει κουμπιά: Φέραν απάνω στο βασιλικό τραπέζι, σ έναν ασημένιο δίσκο, ματωμένο, του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο (Γ. Σεφέρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)